Quintessence

•28 Ιανουαρίου, 2016 • 4 Σχόλια

What I love more about people is their ability to smile

 

image

Oil on canvas, 30X40

The brain that changes itself

•28 Ιανουαρίου, 2016 • Σχολιάστε

Is it possible to unearth hidden treasures from our mind? Well, I suppose it is.

image

Acrylics on canvas, 30X40

 

γραμμές

•25 Μαΐου, 2015 • 6 Σχόλια

.

10001348_1593874100861565_8560526977750965666_n

.

Να πούμε για κείνη την λεπτή καμπύλη του λαιμού. Για την σκιά που περιγράφει το σαγόνι, για τα περιγράμματα που λείπουν. Να καθόμαστε για ώρες να σου λέω πως βρήκα ξαφνικά εκείνη την μικρή πόρτα για το μυστικό δωμάτιο, που ήταν ένας ολόκληρος μικρός κόσμος. Πως λίγο μετά, έπιασα και τακτοποίησα τα ρούχα και τα πράγματα, έστρωσα καινούρια σεντόνια σε εκείνο το ξεχασμένο κρεβάτι και έγινε σαν καινούριο. Εσύ να κρατάς αγκαλιά σου την γάτα, να τρέχει γύρω από τα πόδια σου το κουνέλι, μισό να γελάς και μισό να προσέχεις αυτά που λέω. Γιατί όλα ξεκινάνε από το μυαλό. Και η κόλαση και ο παράδεισος μας και τα μυστικά μας δωμάτια που κρύβουν θησαυρούς.

Γι’ αυτό σ’αγαπάω, να μου λες. Και να το εννοείς. Να με αγαπάς ολόκληρη, για τα χιλιόμετρα συνάψεων, για τα λεπτά και μακρυά πόδια, για τις μπούκλες των μαλλιών που μυρίζουν σαμπουάν, για τα μάτια που είδαν σε ένα μικρό κομματάκι σκιάς την διαφάνεια μιας σταγόνας. Να μη σταματάω να σου λέω. Αυτά τα άπειρα που έχω να σου πω, τα ολοκαίνουρια που μαθαίνω, όλα αυτά που θέλω να μάθω, να αναψοκοκκινίζω από ενθουσιασμό. Να είναι η παρουσία σου όχι ανάγκη αλλά δώρο. Φύγε ξουτ, να σου λέω την άλλη μέρα, θα αργήσεις και να είμαι σίγουρη πως θα επιστρέψεις.

Δεν λείπεις πια. Εκεί μέσα στο μυαλό μου, έφτιαξα πως ήρθες κιόλας και λέμε ένα σωρό πράγματα τρώγοντας σουβλάκια και πίνοντας μπύρες στο ακριανό τραπέζι ενός ασήμαντου σουβλατζίδικου. Αρκετή κόλαση τόσα χρόνια, εκεί μέσα στο μυαλό μου έφτιαξα τον παράδεισο.

το σερβίτσιο

•3 Μαρτίου, 2015 • 2 Σχόλια

.

c0c3278212082a5ff6867bddd26486be

.

Θα μπορούσα να έχω πεθάνει. Αυτό ήταν το συμπέρασμα, αντί για μια αποτυχία, ή μια διαφορά φάσης ή ακόμα και μια ατυχή συγκυρία, θα μπορούσα να έχω βγει από το σπίτι μου το πρωί και να με πατήσει το λεωφορείο των 8:45. Θα είχα πεθάνει πολύ γρήγορα και άδοξα κι όπως κατάπληκτη θα κοιτούσα το σώμα μου να κείτεται άψυχο να νιώθω ακριβώς τα ίδια πράγματα για όλα όσα δεν πρόλαβα να κάνω, για την θλίψη και το θυμό που μας κυριεύει όταν κάτι τελειώσει και αυτή θα ήταν η χειρότερη εκδοχή του. Αν πεθάνεις, δεν μπορείς να ξαναπροσπαθήσεις, να δεις μήπως κάτι άλλο σου φέρει χαρά και ανακούφιση, αν μπορείς να στηριχτείς αλλού ή να επιθυμήσεις διαφορετικά πράγματα. Το σώμα σου δεν σε ακολουθεί πια, τα συναισθήματα σου εξασθενούν, μέχρι που στο τέλος ολόκληρη η προσωπικότητα σου διαλύεται σε κάτι που δεν το πολυνοιάζουν πια όλα αυτά. Θα κουβαλάς μονάχα μαζί σου τις χαμένες ευκαιρίες, τις πιθανότητες και τις δυνατότητες που είχες, θα κάτσεις να προγραμματίσεις μια νέα ζωή ψάχνοντας να τις ικανοποιήσεις.

Μπροστά στην αμετάκλητη αυτή έννοια του θανάτου, έμοιαζαν τα άλλα διαχειρίσιμα. Αυτό ήταν το συμπέρασμα. Δύσκολα, επώδυνα και διαχειρίσιμα. Με έναν δρόμο ορθάνοιχτο μπροστά, να τον πάρεις αν θες και να τον ακολουθήσεις. Ακόμα και από περιέργεια αν όχι από διάθεση. Ετσι κάπως, αυτή η συζήτηση με τον εαυτό μου έφτασε στο καλό σερβίτσιο. Σαν μια δυνατότητα αποκοιμισμένη ανάμεσα σε ανώφελα πρέπει (να στρωθεί σε ειδικές περιπτώσεις) και απουσία ευκαιριών να το μοιραστεί κανείς με κάποιον άλλο. Αν είχα πεθάνει, το σερβίτσιο θα έμενε για δεύτερη γενιά, μέσα στα κουτιά του, μικρά και μεγάλα πιάτα, οι πιατέλες και η σουπιέρα. Θα γινόμουν φάντασμα και θα στοίχειωνα μια πιατέλα ξεχασμένη σε ένα κουτί μόνο και μόνο γιατί θα είχα βάλει σαν όριο κάτι που ήταν μόνο στο μυαλό μου.

Αύριο θα βγάλω δύο πιάτα από κάθε είδος. Θα βγάλω και την ωραία σαλατιέρα και μια πιατέλα. Θα τα πλύνω και θα τα χρησιμοποιώ κάθε μέρα για να τρώω. Θα μπαίνει χρυσό το φως από τα παράθυρα, θα ανακλά στους κίτρινους τοίχους, θα διαθλάται στα κρυσταλλάκια του φωτιστικού και θα προσγειώνεται πάνω στο ωραίο πιάτο μου με τα μπλε σχέδια. Τίποτα δεν θα πάει χαμένο τον επόμενο καιρό, θα βγάλω και μερικά ωραία ποτήρια και θα πάρω και όμορφες χαρτοπετσέτες. Γαλάζιες μάλλον. Θα κάθομαι στο τραπέζι κανονικά, θα χαίρομαι το μπλε βελούδο στις καρέκλες, θα έχω χώρο να απλώσω τα χέρια μου και να ισιώσω το σώμα μου, να ευχαριστιούνται τα μάτια μου όσο και το στομάχι μου, να γνωρίσει επιτέλους το όμορφο ψωμί μου το υλικό που του αξίζει. Θα πίνω πάντα και λίγο κρασί. Θα κρατάω το φαγητό μου όσο περισσότερο μπορώ, θα εξαντλώ τις δυνατότητες του.

Οταν πεθάνω δεν θα έχω εκκρεμότητες να καλυφθούν. Θα αφήσω να χαθούν όσα ένιωσα και σκέφτηκα σε αυτή την ζωή ανάλαφρα. Αυτά που μπορούσα θα τα έχω κάνει, δεν θα κοιτάω πια κατάπληκτη το σώμα μου. Θα το αφήσω κι αυτό να διαλυθεί κι εγώ θα προγραμματίσω μια ζωή καινούρια.

when you ‘re sad, dance

•26 Φεβρουαρίου, 2015 • Σχολιάστε

.

.

Μαύρες μέρες, σκοτεινές. Ενα βαρύ σύννεφο κρεμασμένο στον αέρα στη θέση του ήλιου και μια σελήνη ανύπαρκτη στον ουρανό. Να μη μπορείς να δεις ούτε στο σκοτάδι ούτε στο φως. Κι ένα κλαράκι μόνο του, ανάμεσα στα δέντρα, στη θέση μιας κοπέλας, να βρέχεται και να ξεραίνεται στον αέρα, να χάνει τους χυμούς του κάτω από τον ψυχρό ήλιο. Τόσο βαρύς χειμώνας και τόσο ψυχρός που ήταν, πέταξε και το τελευταίο φύλλο από πάνω της και νόμιζες πως πάει πέθανε. Δεν έβγαινε και ο ήλιος πια να χρυσίσει την επιφάνεια του ξύλου, να του δώσει ζωή ή έστω να το κάνει ελκυστικό, έλεγες πως μέχρι το καλοκαίρι θα διαλυθεί.

Πέρναγαν δίπλα στο κλαράκι οι λέξεις ξυστά. Με όλες τις καλές προθέσεις που κουβαλούσαν, προσπαθούσαν να φωτοσυνθέσουν για χάρη του. Αν δεν ακουμπήσεις όμως, να σκάψεις λίγο την επιφάνεια, να εισχωρήσεις εκεί που η καρδιά είναι ακόμα ζωντανή και πράσινη, δεν μπορείς να μεταδώσεις την ζωή. Εφταιγε και το κλαράκι γι’αυτό. Τόσο λεπτό, που φοβόσουν πως αν το ξύσεις θα κοπεί. Χειμώνας ατέλειωτος και ερημιά, περαστικοί οι λίγοι άνθρωποι στον δρόμο, βιαστικοί να φτάσουν στα σπίτια τους. Να σωθούν αυτοί από το άδικο της σκοτεινιάς, από το κακό σύννεφο, να κλείσουν την πόρτα πίσω τους και το κλαράκι απέξω.

Βάλθηκε εκείνες τις μέρες ο Θεός να καταστρέψει τον κόσμο. Για την βιασύνη του και για τις λέξεις που σκόρπιζαν ανώφελα, για το χέρι που δεν άπλωναν, να φροντίσουν το κλαράκι, για τις πόρτες που έκλειναν πίσω τους. Εσπαγε τις ομπρέλες τους και τίναζε τα σπίτια τους με αέρα και βροχή, έσπρωχνε κρύο φαρμακερό κάτω από τις χαραμάδες στα παράθυρα. Για την αφέλεια να πιστεύουν πως μόνο αυτοί έχουν σημασία να σωθούν. Μα τότε κάτι απροσδόκητο συνέβη. Μέσα σε όλη αυτή την βουή του αέρα και τη λύσσα της βροχής, μέσα από το μαύρο σύννεφο που άπλωσε πάνω από τον κόσμο, το κλαράκι στάθηκε όρθιο και του φώναξε, όχι. Γιατί όχι, είπε η σκέψη του Θεού και απλώθηκε σαν κεραυνός μέσα στην σιωπή. Δεν έφτιαξα γι’αυτό τον κόσμο, εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα αυτό. Οχι, ξανάπε το κλαράκι και προσπάθησε να σταθεί όρθιο καταμεσής της καταιγίδας. Δώσε μου έναν λόγο να μην το κάνω, ζήτησε ο Θεός. Και το κλαράκι άρχισε να χορεύει. Περιδινήθηκε στον αέρα και στριφογύρισε, έλαμψε η επιφάνεια του στο φως της αστραπής, ρίγησε και τινάχτηκε σαν να άκουγε μια μουσική οργιαστική. Γέλασε ο Θεός και δεν άργησε να φέρει την άνοιξη.

δεν με πειράζει

•7 Φεβρουαρίου, 2015 • 1 σχόλιο

.

7c9bd3d4-4018-49ce-b1dd-a51e0be8cdef

.

Εμένα δεν με πειράζει, είπε το νυχτολούλουδο στον επίμονο χειμώνα. Μπορείς να φυσήξεις όσο θες, να παγώσεις τις νύχτες και να ξεράνεις τις μέρες μου, αλλά δεν με νοιάζει. Κι όχι πως ήταν κάποιο τεράστιο φυτό, απ’ αυτά τα άγρια που πάνε και φυτρώνουν ακόμα και στα βράχια. Φύτρωσε από ένα τόσο δα σποράκι, μαζεμένο κάποιο φθινόπωρο, μέσα σε ένα σακκουλάκι με άλλα πολλά σαν κι αυτό. Το φυτό γονέας κι αυτό ήμερο ήταν, αγορασμένο από φυτώριο, μεγαλωμένο πρώτα σε μια γλάστρα και μετά σε μια ήσυχη γωνιά του κήπου. Αυτό όμως κατάφερε και τις έφτιαξε τις ρίζες του, πρώτα δίπλα στο μπουγαρίνι, που ήταν παλιό και ήξερε πως μεγαλώνουν, και μετά σε μια δική του γλάστρα στην βεράντα.

Δεν με νοιάζει να το ξέρεις, ξανάπε σταθερά το νυχτολούλουδο. Γύρω του ο αέρας φύσαγε μανιασμένος και έπεφτε χιόνι. Χιόνι! Ακόμα κι εκεί που ο χειμώνας ήταν καλόβολος και φύλαγε τα κρύα και τις παγωνιές για άλλα μέρη, από κείνα που φυτρώνουν ευτυχισμένες οι μηλιές, τώρα έριχνε χιόνι από παντού. Δεν με νοιάζει, φώναζε το νυχτολούλουδο, ακούς, δεν με νοιάζει, ενώ τα φύλλα του και τα κλαριά του λύγιζαν μέχρι που στο τέλος η γλάστρα δεν άντεξε άλλο, έγειρε και έπεσε στο πλάι. Το βράδυ έκανε ξαστεριά κι όση θερμότητα, αυτή την ελάχιστη, είχε κρατήσει η γη την έχασε όλη. Βγήκε ο ήλιος, το επόμενο πρωί και τα πάντα ήταν παγωμένα, εκτός από το νυχτολούλουδο. Γύρισε και κοίταξε περήφανα τον ουρανό και επανέλαβε τουρτουρίζοντας. δεν με πειράζει.

Σε μερικές μέρες έχασε όλα τα φύλλα του. Ξεράθηκαν και έμειναν πάνω στα λεπτά κλαράκια όρθια, με πείσμα, να μην πέσουν. Ομως οι ρίζες ήταν ζωντανές, ξεροκέφαλες, γεμάτες ανάγκη να ζήσουν.  Ο χειμώνας το κορόιδευε, έστελνε κι άλλους ανέμους να το χτυπήσουν, αλλά σαν να το χε τελειωμένο οριστικά, δεν ξανάκανε κρύο. Από το νυχτολούλουδο δεν έβγαινε πια ούτε κιχ. Φύσαγε και φύσαγε, οι μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη και αυτό δεν έβγαζε ούτε μια λέξη.

Μέχρι που κάποια μέρα, καθώς μάζευα τα φύλλα και τα χώματα από την βεράντα, να προλάβω πριν πιάσει πάλι η βροχή, καθώς στερέωνα ξανά το γιγάντιο μπουγαρίνι, άκουσα πίσω μου μια φωνούλα σαν μωρού γατιού. Εμένα δεν με νοιάζει, κελάηδησε μωρουδίστικα. Στην αρχή πίστεψα πως κάποια από τις γάτες μου έπαιζε στην βεράντα, σκορπίζοντας όσα εγώ μάζευα τόση ώρα. Γύρισα να δω ποια ουρά έκανε αταξίες και τότε, ανάμεσα στα ξερά φύλλα, είδα τα νέα. Καταπράσινα και μικροσκοπικά, να σηκώνουν το κεφάλι τους περήφανα και να λένε στον χειμώνα. Εμένα δεν με νοιάζει.